- καρφολογία
- η (AM καρφολογία)νεοελλ.αυτόματες, αδιάκοπες κινήσεις τών χεριών και τών δακτύλων τού ασθενούς σαν να θέλει να μαζέψει ξερά χόρτα και μικροαντικείμενα σε σοβαρές εγκεφαλικές ή οξείες λοιμώδεις παθήσειςμσν.-αρχ.το να κόβει κανείς ξερά φύλλα ή κλαδιά και να τά συγκεντρώνει κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφολογώη λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. carphology < carpho- (πρβλ. κάρφος) + -logy < -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος)].
Dictionary of Greek. 2013.