καρφολογία

καρφολογία
η (AM καρφολογία)
νεοελλ.
αυτόματες, αδιάκοπες κινήσεις τών χεριών και τών δακτύλων τού ασθενούς σαν να θέλει να μαζέψει ξερά χόρτα και μικροαντικείμενα σε σοβαρές εγκεφαλικές ή οξείες λοιμώδεις παθήσεις
μσν.-αρχ.
το να κόβει κανείς ξερά φύλλα ή κλαδιά και να τά συγκεντρώνει κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφολογώ
η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. carphology < carpho- (πρβλ. κάρφος) + -logy < -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρφολογίας — καρφολογίᾱς , καρφολογία gather dry twigs fem acc pl καρφολογίᾱς , καρφολογία gather dry twigs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Carphologia — (or carphology) is a lint picking behavior that is often a symptom of a delirious state. Often seen in delirious or semiconscious patients, carphologia describes the actions of picking or grasping at imaginary objects, as well as the patient s… …   Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”